διπλάρι

διπλάρι
το
1. διπλά υφασμένο ύφασμα, δίμιτο
2. (αλιευτ.) καθετή με δυό αγκίστρια, διπλαράκι
3. πληθ. τα διπλάρια
δίδυμα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλός + παραγωγ. κατάλ. -αρι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διπλάρικος — η, ο [διπλάρι] (για νεογνά) δίδυμος …   Dictionary of Greek

  • διπλαράκι — το είδος καθετής με δύο αγκίστρια που το ένα αγγίζει τον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού διπλάρι*] …   Dictionary of Greek

  • διπλαριά — και διπλαρία, η χτύπημα με το πλατύ μέρος τού ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάρι + παραγωγ. κατάλ. αριά* (πρβλ. απολυτάρι απολυταριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”